κιλλός

κιλλός
κιλλός
Grammatical information: adj.
Meaning: `grey' (Eub. 103, Phot., H., Eust.).
Compounds: as 1. member, e. g. κιλλ-ακτήρ ὀνηλάτης, κυνηγός (Poll., H.; Dor.), Κιλλ-άκτωρ PN (AP 5, 28; 44). As 2. member in Maced. Έπό-κιλλος (s. on ἵππος)?
Derivatives: With accent-shift κίλλος m. `ass' (cf. Fr. grison; Sammelb. 5224, Poll. 7, 56, H.), metaph.. `cicada' (H.; after the colour, cf. Strömberg Wortstudien 11, Fischnamen 100, Gil Fernandez, Nomres de insectos 100). Deriv. κίλλιος `ass-coloured, ὀνάγρινος' (Poll.), prob. also κιλ\<λ\>ίας στρουθὸς ἄρσην H. - S. κίλλ(ο)υρος.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: For the stem-vowel cf. πιλνός `grey' beside πελιός `id.'. κιλλός acc. to Persson Beitr. 1, 169 to κελαινός (s. v.)? The geminate λλ: from λν (Persson), from λνι̯ (WP. 1, 440), from λι̯ (Güntert Idg. Ablautprobl. 26), short. form (WP. l. c.). - Diff. Prellwitz Wb. - Skt. cillī `cricket' (gramm.) is prob onomatop., s. Mayrhofer KEWA s. v. - So no etym; is the word Pre-Greek? - On Κιλλι-κύριοι s. v.
Page in Frisk: 1,852-853

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κίλλος — κίλλος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) 1. όνος 2. αστράγαλος, κύβος, κότσι από πόδι όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιλλός, με αναβιβασμό του τόνου] …   Dictionary of Greek

  • κιλλός — κιλλός, ή, όν (ΑΜ) αυτός που έχει το χρώμα τού όνου, σταχτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το θ. κελ τού τ. κελ αινός «σκουρόχρωμος», με τροπή τού ε σε ι (κλειστοποίηση) τα λλ ερμηνεύονται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός …   Dictionary of Greek

  • κιλλός — ass coloured masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίλλος — ass masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κίλλας ή Κίλλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ηνίοχος του Πέλοπα και πέθανε στην υπηρεσία του. Ο Πέλοπας ίδρυσε προς τιμήν του ένα ιερό του Κιλλαίου Απόλλωνα, κοντά στον τάφο του Κ. Ο θεός, επειδή ευχαριστήθηκε από την τιμή, βοήθησε τον Πέλοπα να νικήσει τον Οινόμαο… …   Dictionary of Greek

  • κιλλόν — κιλλός ass coloured masc acc sg κιλλός ass coloured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίλλοι — κίλλος ass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίλλον — κίλλος ass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίλλου — κίλλος ass masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίλλων — κίλλος ass masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίλλιος — κίλλιος, ία, ον (Α) [κίλλος] αυτός που έχει το χρώμα τού όνου, κιλλός* («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα», Πολυδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”